- ασπριστής
- ασπριστής, ο και ασπριτζής, οπληθ. -ήδες, ο σοβατζής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασπριστής — ο [ασπρίζω] αυτός που ασπρίζει, που ασβεστώνει τοίχο, σπίτι κ.λπ … Dictionary of Greek